- ετερόφθαλμος
- -η, -ο (ΑΜ ἑτερόφθαλμος, -ον)1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι γερό, ο μονόφθαλμος2. (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά κατά το χρώμαμσν.-αρχ.(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το χρώμα, ο δίκορος, (π.χ. ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα μάτι γαλανό και το άλλο καστανό).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + οφθαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.